ελλειπτικότητα

ελλειπτικότητα
η
η ιδιότητα τού ελλειπτικού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ελλειπτικότητα — η 1. το να έχει κάτι ή κάποιος ελλείψεις. 2. (μαθ.), ο λόγος της διαφοράς του μεγάλου προς το μικρό άξονα μιας έλλειψης με το μεγάλο της ημιάξονα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έλλειψη — Απουσία, ανυπαρξία· ανεπάρκεια, ατέλεια, ελάττωμα. Ο όρος έ. αναφέρεται σε ένα σχήμα λόγου, στο οποίο παραλείπονται μία ή περισσότερες λέξεις που εύκολα εννοεί ο ακροατής, με σκοπό να εκφραστεί συντομότερα ή πυκνότερα μια σκέψη. Αυτή η συντομία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”